- φυγαδεύω
- ΝΜΑ, και φυγαδείω Α [φυγάς, -άδος]νεοελλ.βοηθώ κάποιον να διαφύγει, να δραπετεύσειμσν.-αρχ.1. εκδιώκω, εξορίζω («οὔτε... κτείνειν ἢ φυγαδεύειν οὐδ' ὀστρακίζειν... τὸν τοιοῡτον πρέπον», Αριστοτ.)2. τρέπω σε φυγή («φυγαδεύοντας τοὺς δανειστάς», παπ.)3. (αμτβ.) είμαι εξόριστος, ζω στην εξορίααρχ.μτφ. απομακρύνω, παραμερίζω, ιδίως λόγω περιφρόνησης («καὶ τὸ θῆλυ τοῡ βίου φυγαδεύεις», Λουκιαν.).
Dictionary of Greek. 2013.